-
1 τηλεφωνητής
ο, -ήτρια η телефонист, -ка -
2 автоответчик
свз. о αυτόματος τηλεφωνητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автоответчик
-
3 ответчик
1. свз. о (αυτόματος) τηλεφωνητής 2. (рлк.) о αποκρίτης 3. юр. о εναγόμενος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ответчик
-
4 телефонировать
τηλεφωνώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > телефонировать
-
5 answering machine
noun ((also machine) a machine that take messages for you when you cannot answer the phone: to leave a message on the answering machine.) αυτόματος τηλεφωνητής -
6 answerphone
noun (= answering machine.) αυτόματος τηλεφωνητής -
7 operator
1) (a person who works a machine: a lift operator.) χειριστής2) (a person who connects telephone calls: Ask the operator to connect you to that number.) τηλεφωνητής/-ήτρια,χειριστής/χειρίστρια(τηλεφωνικού)κέντρου -
8 telephonist
[-'le-]noun (a person who operates a telephone switchboard in a telephone exchange.) τηλεφωνητής / -τρια -
9 телефонист
-а α.-ка, -и θ.τηλεφωνητής, -ήτρια.
См. также в других словарях:
τηλεφωνητής — ο, θηλ. τηλεφωνήτρια, Ν 1. υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου που βοηθάει στη διεξαγωγή τής τηλεφωνικής επικοινωνίας 2. φρ. «αυτόματος τηλεφωνητής» συσκευή προσαρμοσμένη στην τηλεφωνική που δίνει σύντομη μαγνητοφωνημένη απάντηση σε κλήση και… … Dictionary of Greek
τηλεφωνητής — ο θηλ. τηλεφωνήτρια 1. υπάλληλος που χειρίζεται τηλεφωνικό κέντρο. 2. «αυτόματος τηλεφωνητής», αυτόματη συσκευή που απαντά σε τηλεφωνικές κλήσεις όταν λείπουν οι ένοικοι ενός σπιτιού ή γραφείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)