Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ст ο τηλεφωνητής

См. также в других словарях:

  • τηλεφωνητής — ο, θηλ. τηλεφωνήτρια, Ν 1. υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου που βοηθάει στη διεξαγωγή τής τηλεφωνικής επικοινωνίας 2. φρ. «αυτόματος τηλεφωνητής» συσκευή προσαρμοσμένη στην τηλεφωνική που δίνει σύντομη μαγνητοφωνημένη απάντηση σε κλήση και… …   Dictionary of Greek

  • τηλεφωνητής — ο θηλ. τηλεφωνήτρια 1. υπάλληλος που χειρίζεται τηλεφωνικό κέντρο. 2. «αυτόματος τηλεφωνητής», αυτόματη συσκευή που απαντά σε τηλεφωνικές κλήσεις όταν λείπουν οι ένοικοι ενός σπιτιού ή γραφείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»